- επισπλαγχνίζομαι
- ἐπισπλαγχνίζομαι (Α) [σπλαγχνίζομαι]αισθάνομαι ευσπλαγχνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπλαγχνιζόμενος — ἐπισπλαγχνίζομαι to have compassion pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπλαγχνισθείς — ἐπισπλαγχνίζομαι to have compassion aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπλαγχνισθῆναι — ἐπισπλαγχνίζομαι to have compassion aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπλαγχνισθήσεται — ἐπισπλαγχνίζομαι to have compassion fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)